Τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν για τέτοια αδικήματα, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές, σημειώνει το Ανώτατο σε χθεσινή του απόφαση με την οποία απέρριψε έφεση σε σχέση με το ύψος ποινής που επιβλήθηκε πρωτόδικα σε καταδικασθέντα για σωρεία κατηγοριών που είχαν να κάνουν με την σεξουαλική εκμετάλλευση και σεξουαλική κακοποίηση παιδιού.
Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε σειρά από σοβαρές κατηγορίες οι οποίες εδράζονταν στον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014, Ν 91(Ι)/2014.και του επιβλήθηκαν σωρεία ποινών με ανώτερη αυτή των 14 ετών, οι οποίες συντρέχουν.
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, «παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών, ενώ «ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί, και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των 17 ετών. Κατά τη διάπραξη όλων των αδικημάτων, η παραπονούμενη ήταν ηλικίας κάτω των 17 ετών», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «η γενετήσια ελευθερία είναι έκφανση της προσωπικής ελευθερίας. Κάθε ενήλικο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να τελεί γενετήσιες πράξεις με πρόσωπα που συνειδητά επιλέγει».
Οι ανήλικοι, προστίθεται, «βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους. Έχουν μειωμένη δυνατότητα αντίληψης των δικαιωμάτων τους και των συνεπειών των πράξεων τους. Κατ΄ επέκταση δεν έχουν την ωριμότητα να επιλέγουν τους ερωτικούς τους συντρόφους ή τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες».
Ο πιο πάνω Νόμος, επεξηγείται, «έχει στο επίκεντρο του την προστασία των παιδιών. Όσοι διαπράττουν αξιόποινες πράξεις εις βάρος των παιδιών, βρίσκονται αντιμέτωποι με αυστηρές ποινές. Στην περίπτωση τέλεσης σεξουαλικών πράξεων με παιδί οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω παιδικής πορνείας, ως ο Νόμος ορίζει, η ποινή φυλάκισης φθάνει τα 25 έτη».
Το Ανώτατο, έκρινε ότι «ορθά το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως επιβαρυντικό παράγοντα και τη μεγάλη διαφορά στην ηλικία μεταξύ Εφεσείοντα και ανήλικης (the age gap)». «Να σημειώσουμε απλώς πως όταν ο Εφεσείων επιτέθηκε άσεμνα στην ανήλικη, αυτή δεν είχε ακόμη συμπληρώσει τα 15 έτη, ενώ αυτός ήταν 69 ετών περίπου», αναφέρεται.
Ορθά επίσης, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «σημείωσε πως η εγκληματική δραστηριότητα του Εφεσείοντα εις βάρος της ανήλικης, κάλυπτε μια μεγάλη χρονική περίοδο κατά την οποία αυτός “προσχεδιασμένα και συστηματικά” διέπραττε εις βάρος της σοβαρά εγκλήματα σεξουαλικής φύσεως».
Σύμφωνα με το Ανώτατο, το Κακουργιοδικείο «ορθά σημειώνει πως τα αδικήματα που ο Εφεσείων διέπραξε “βρίσκονται σε εξαιρετικά ανησυχητική έξαρση με όλες τις ευρύτερες αρνητικές διαστάσεις και επιπτώσεις που επιφέρει στα θύματα και γενικότερα στη συνοχή των διαπροσωπικών αλλά και των οικογενειακών σχέσεων και δεσμών. Εκφράζουμε την έντονη ανησυχία μας για τις διαστάσεις που παίρνουν τέτοιας μορφής αδικήματα και συνάμα τον αποτροπιασμό και την αποστροφή μας”».
«Αναφέρουμε από τώρα το αυτονόητο, πως εκεί όπου συγκεκριμένα αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση, τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών προς αποτροπή», σημειώνει το Ανώτατο παραθέτοντας νομολογία προς υποστήριξη αυτής της θέσης.
Τα Δικαστήρια, αναφέρει, «έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν για τέτοια αδικήματα, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές,».
«Η επιβολή επιεικών ποινών για τέτοια αδικήματα και με τέτοιες περιστάσεις διάπραξης, θα έστελλε, όπως ορθά σημειώνει και το Κακουργιοδικείο, λανθασμένα μηνύματα τόσο προς την κοινωνία αλλά και σε κάθε επίδοξο παραβάτη», τονίζει.
«Η φύση των αδικημάτων που ο Εφεσείων διέπραξε, μαζί με τα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, συνηγορούσαν υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών, αφού προέχει η προστασία του έννομου αγαθού της ανηλικότητας από τέτοιες συμπεριφορές, οι οποίες προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας», υποδεικνύει.
Το Κακουργιοδικείο, συνεχίζει στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο, «με αναφορά στη Νομολογία καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές, και επιμέτρησε την ποινή αφού έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα».
«Δεν παρέβλεψε ούτε την ηλικία του Εφεσείοντα και προς τούτο παρέπεμψε στα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 176/18, απόφαση ημερ. 11.1.2019. Τονίστηκε εκεί, με αναφορά στην Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ, 189, πως σε σοβαρά αδικήματα τα οποία παρουσιάζουν έξαρση, η ηλικία του δράστη δεν έχει ουσιαστική βαρύτητα», αναφέρεται.
Αντιθέτως, προστίθεται, «σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα, η τεράστια διαφορά ηλικίας συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα και προσδίδει στην εγκληματική δράση, ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική απαξία».
«Έλαβε υπόψη του και τα προβλήματα υγείας του Εφεσείοντα, ως αυτά είχαν εκτεθεί από την Υπεράσπιση, για να σημειώσει, ορθά, ότι δεν έχει φανεί ότι αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους μας. Δεν αγνόησε ούτε το λευκό του ποινικό μητρώο ούτε τις υπόλοιπες οικογενειακές-προσωπικές του περιστάσεις, τις οποίες επίσης συνυπολόγισε, για να σημειώσει όμως πως σε τέτοια σοβαρά και ειδεχθή εγκλήματα, τα οποία δυστυχώς βρίσκονται σε έξαρση, οι προσωπικές περιστάσεις δεν μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στην επιβολή της ποινής», συμπληρώνεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο, «πολύ ορθά έδωσε την έμφαση στο στοιχείο της αποτρεπτικότητας των ποινών, η οποία θα πρέπει να αντανακλάται στο ύψος τους».
«Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι το Κακουργιοδικείο ζύγιασε με ακριβοδίκαιο τρόπο κάθε μετριαστικό και επιβαρυντικό παράγοντα, και επέβαλε στον Εφεσείοντα τις συγκεκριμένες ποινές φυλάκισης. Οι επιβληθείσες από το Κακουργιοδικείο ποινές, δεν είναι έκδηλα υπερβολικές που να δικαιολογούν την επέμβαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου», καταλήγει το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του απορρίπτοντας την έφεση.
Να προστατευτεί το κοινό από εγκλήματα που δημιουργούν ανασφάλεια και φόβο για επικράτηση της παρανομίας
Εξάλλου, σε άλλη του απόφαση με την οποία απορρίπτει έφεση για το ύψος της επιβληθείσας ποινής σε καταδικασθέντα για εμπρησμό, το Δικαστήριο παραθέτει εκ νέου την ήδη δηλωθείσα σε προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου θέση ότι «το κοινό πρέπει να προστατευθεί από τέτοια εγκλήματα που προκαλούν ζημιά όχι μόνο στα θύματα τους, αλλά δημιουργούν στους πολίτες αίσθημα ανασφάλειας και φόβο για την επικράτηση της παρανομίας. Δεν μπορεί τέτοιου είδους εγκλήματα να οργιάζουν και να παραμένουν ατιμώρητα».
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, ο εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από παραδοχή, σε έξι χρόνια φυλάκιση για το ότι εσκεμμένα και παράνομα έθεσε φωτιά σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Στην επιβολή ποινής λήφθηκαν υπόψιν και άλλες εκκρεμείς υποθέσεις τις οποίες ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε, οι οποίες αφορούσαν σε διαρρήξεις, κλοπές, κλεπταποδοχή, επίθεση εναντίον οργάνου της τάξης, μεταφορά κυνηγετικού όπλου χωρίς άδεια και κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης.
Στον εμπρησμό προέβη μαζί με άλλο άτομο, με την χρήση βενζίνης, κατόπιν υποκίνησης τρίτου και έναντι αμοιβής €500. Στο υποστατικό προκλήθηκαν ζημιές €88.720. Όπως το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ο εφεσείων και το άλλο πρόσωπο «αποδέχθηκαν να θέσουν φωτιά στο πλυντήριο, έναντι του ποσού των €500, αδιαφορώντας πλήρως για τις ζημιές που θα προκαλούσαν αλλά και για τους εγγενείς κινδύνους από την παράνομη πράξη τους».
Το Ανώτατο αναφέρεται στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου προσθέτοντας ότι «συνεχίζει το Κακουργιοδικείο εκφράζοντας την ανησυχία του για την ευκολία και την απερισκεψία με την οποία έλαβαν την απόφαση να καταστρέψουν την επιχείρηση ενός ανυποψίαστου προσώπου επειδή τους το ζήτησε ένας «φίλος» τους για ασήμαντο λόγο». Ο λόγος, προστίθεται, «ήταν ότι ο ιδιοκτήτης του πλυντηρίου είχε την ατυχή έμπνευση να αναφέρει στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, ότι το αυτοκίνητο του μύριζε “χόρτο”. Η αντίδραση του τελευταίου ήταν να παροτρύνει τους άλλους δύο, καταβάλλοντας εις έκαστο €500, να προχωρήσουν με τον εμπρησμό, πράγμα που έπραξαν χωρίς κανένα δισταγμό».
«Εκτός από τα γεγονότα αυτά και τις περιστάσεις της υπόθεσης το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν κάθε σχετικό παράγοντα που θα μπορούσε και έπρεπε να λάβει. Αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο ταξινομείται ως έγκλημα με προβλεπόμενη ποινή τη φυλάκιση μέχρι και 14 χρόνια. Αναφέρθηκε παράλληλα στην έξαρση με την οποία το έγκλημα τούτο παρατηρείται και στην υποδειχθείσα, ως εκ τούτου, από το Ανώτατο Δικαστήριο αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικών ποινών», σημειώνεται.
Η ποινή, συνεχίζει το Ανώτατο, προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και/ή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής. «Αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, ότι υποβαθμίστηκε ως μετριαστικός παράγων η ψυχιατρική του κατάσταση και ο μακροχρόνιος αγώνας του με τα ναρκωτικά, ότι τέλεσε το έγκλημα γιατί είχε ανάγκη από λεφτά για τη δόση του και ότι ήταν κάτω από την επήρεια ναρκωτικών ή υπό συναισθηματική φόρτιση χωρίς προσχεδιασμό αλλά ενεργώντας ερασιτεχνικά, ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψιν η ετοιμότητα και η προθυμία του να συνεχίσει σοβαρές προσπάθειες για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά και ότι δεν λήφθηκε υπόψιν η άμεση παραδοχή και το σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων».
Με τον δέοντα σεβασμό, σημειώνει, «οι εισηγήσεις αυτές δεν μας βρίσκουν σύμφωνους».
«Ο εφεσείοντας έναντι πληρωμής ανέλαβε να διαπράξει ένα σοβαρό έγκλημα χωρίς κανένα ενδοιασμό για τις συνέπειες και τους εν δυνάμει κινδύνους. Προσχεδιασμός ασφαλώς υπήρχε αφού μερίμνησαν να προμηθευτούν παγούρια με βενζίνη την οποία χρησιμοποίησαν. Δεν ήταν κάτι που προέκυψε στη στιγμή ή κάτω από οποιαδήποτε φόρτιση. Ήταν ένα προμελετημένο σοβαρό έγκλημα», προσθέτει.
Σε ό,τι δε αφορά την χρήση ναρκωτικών και τα προβλήματα υγείας, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου, στην οποία η τριετής ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ο οποίος ήταν χρήστης ναρκωτικών και αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα αυξήθηκε σε πέντε χρόνια, συμπληρώνει.
«Το Κακουργιοδικείο ήταν το αρμόδιο δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Η ποινή που επέβαλε ήταν το αποτέλεσμα εξισορρόπησης όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν ήταν έκδηλα υπερβολική, ούτε, πολύ περισσότερο, διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου», καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.
Πηγή : ΚΥΠΕ